ἔτυχεν

ἔτυχεν
τυγχάνω
happen to be at
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισημασία — ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω] μσν. ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα αρχ. 1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.) 2. στον πληθ. επευφημίες 3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας… …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • χάση — η / χάσις, εως, ΝΜ η περίοδος τής βαθμιαίας ελάττωσης τού φωτεινού δίσκου τής σελήνης (α. «η χάση τού φεγγαριού» το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη β. « ς τὴν χάσιν δὲ τοῡ φεγγαριοῡ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՍԿ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0728 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. κενός vacuus λιτός simplex ψιλός tenuis, purus, nudus, merus. Միայն. լոկ. սին. սատակ. մերկ. լերկ. պարզ. անշուք. թեթեւ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՎԱՅՐԱՊԱՐ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c մ. δωρεάν gratis εἱκῆ frustra ἀπλῶς simpliciter, sine causa, inconsulto ἑξάπινα repente ὠς ἕτυχεν indiscriminatim. Վայրաբար. ընդվայր. ʼի զուր. ʼի սնոտիս.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”